- κατάλεπτον
- κατάλεπτονpetty cash'neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάλεπτον — κατάλεπτον, τὸ (Α) στον πληθ. τά κατάλεπτα τα μικροέξοδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λεπτον (< λεπτόν), πρβλ. δευτερό λεπτον, πεντηκοντά λεπτον] … Dictionary of Greek
Каталекты — (Catalecta, вернее Catalepta, от κατάλεπτόν мелочи ) 14 мелких лат. стихотворений элегического и ямбического размеров и разнообразного содержания, вероятно времен Вергилия, которому они обыкновенно приписываются, однако, без достаточных на то… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
καταλεπτός — καταλεπτός, ή, όν (Μ) 1. λεπτομερειακός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) καταλεπτόν 1. με λεπτομέρειες, λεπτομερειακά 2. εντελώς … Dictionary of Greek